top of page

Overbooking κρατήσεων από αερογραμμές

Πώς η υπερκράτηση αεροπορικών θέσεων λειτουργεί προς όφελος αερογραμμών και επιβατών


Μια πρακτική, η οποία ενισχύει τη βιωσιμότητα και συμβάλει στη μεγιστοποίηση εσόδων, ακολουθούν οι αεροπορικές εταιρείες, η οποία όμως με μια πρώτη ματιά αποτελεί παράδοξο για τους περισσότερους επιβάτες. Η υπερκράτηση αεροπορικών θέσεων (overbooking), είναι μια συνήθης πρακτική κατά την οποία οι αεροπορικές εταιρείες πωλούν ή επιβεβαιώνουν περισσότερα αεροπορικά εισιτήρια από τις διαθέσιμες αεροπορικές θέσεις της εκάστοτε πτήσης. Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται στο πλαίσιο της στρατηγικής για μεγιστοποίηση των εσόδων των αεροπορικών εταιρειών, λόγω του αυξημένου λειτουργικού κόστους μιας αεροπορικής πτήσης,  διασφαλίζοντας, έτσι ότι οι πτήσεις πραγματοποιούν δρομολόγια με όσο το δυνατόν λιγότερες άδειες θέσεις.


Οι εταιρείες, πωλώντας περισσότερα εισιτήρια από τις διαθέσιμες θέσεις, εξασφαλίζουν την πληρότητα των πτήσεων, καθώς πολλές φορές επιβάτες ακυρώνουν τις πτήσεις ή στο τέλος δεν εμφανίζονται την ημέρα αναχώρησης (No-Shows). Σημειώνεται ότι οι παράγοντες που οδηγούν σε τέτοια περιστατικά είναι συνήθως οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, που μπορεί να προκαλέσουν καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα οι επιβάτες να μην προλάβουν τις πτήσεις σύνδεσης. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί άνθρωποι ενδέχεται να αλλάξουν τα ταξιδιωτικά τους πλάνα, τελευταία στιγμή και να επιλέξουν να μην αναχωρήσουν με την πτήση, στην οποία έχουν αγοράσει εισιτήριο.


Σύμφωνα με τα στατιστικά του Αμερικανικού Bureau of Transport, το 2023, ο αριθμός των επιβατών,  που χρειάστηκε να παραμείνουν εκτός επιβίβασης χωρίς τη θέληση τους, μειώθηκε σημαντικά, σε σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο, μετά την πανδημία και την αύξηση της ζήτησης αεροπορικών θέσεων, ο αριθμός αυτός μεγεθύνθηκε ελαφρώς. Η British Airways ανέφερε ότι ανά έτος, πωλεί επιπρόσθετες περίπου 500.000 θέσεις, που αντιστοιχούν σε ποσοστό γύρω στο 1% των συνολικών θέσεων που προσφέρει, με αποτέλεσμα περίπου μόνο 24.000 επιβάτες να επιβιβάζονται σε άλλο δρομολόγιο προς τον προορισμό τους.


Σύμφωνα με την IATA, τη Διεθνή Ένωση Αερομεταφορών, οι αεροπορικές εταιρείες δικαιούνται να προβαίνουν σ’ αυτή την πρακτική. Ωστόσο, εάν μία πτήση είναι πλήρης και δεν υπάρξουν εθελοντές που επιθυμούν να πετάξουν με εναλλακτικό δρομολόγιο, λαμβάνοντας χρηματική αποζημίωση, η εταιρεία πρέπει να προσφέρει λύση για νέο δρομολόγιο στους επιβάτες, που θα χρειαστεί να επιβιβαστούν σε άλλη πτήση και αποζημίωση, συνήθως ανάλογη με το κόστος που πλήρωσαν για τα εισιτήρια και την καθυστέρηση που θα έχουν μέχρι να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους. Πολλές φορές οι αεροπορικές εταιρείες, προσφέρουν αυξημένες αποζημιώσεις, πέρα από τα ποσά που επιβάλλει η νομοθεσία, ή ακόμα και αναβαθμισμένα προνόμια στην επόμενη πτήση ή vouchers για να αποφύγουν τη δυσαρέσκεια των επιβατών, που δεν επιβιβάζονται στην πτήση. Ένα παράδειγμα αποτελεί η Delta Airlines, η οποία το 2022 πρόσφερε σε 8 επιβάτες το υπέρογκο ποσό των 10.000 δολαρίων ως αποζημίωση, για να ταξιδέψουν στο προορισμό τους με άλλο δρομολόγιο.


Γενικότερα, η συγκεκριμένη πρακτική ενισχύει τη βιωσιμότητα και τη μεγιστοποίηση εσόδων των αεροπορικών εταιρειών, ωστόσο πολλές φορές αποτελεί πρόκληση για τους επιβάτες και τις εταιρείες. Στόχος των αεροπορικών εταιρειών, είναι να επιτευχθεί ισορροπία, ανάμεσα στην ανάγκη επίτευξης πληρότητας στις πτήσεις και την παροχή μιας θετικής ταξιδιωτικής εμπειρίας στους επιβάτες.


Comments


Commenting has been turned off.
bottom of page